- κτηνοστάσιον
- κτηνοστάσιον,A jumentarium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτηνοστάσιο — το (AM κτηνοστάσιον) τόπος όπου ζουν κτήνη, στάβλος, μάντρα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + στάσιο(ν)*, πρβλ. εικονο στά σιο, εργο στά σιο] … Dictionary of Greek